Τρίτη 20 Ιανουαρίου 2015

Η ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου από τον Πέρση ποιητή Φιρντουσί.

Ο Σικαντέρ

Του Χακίμ Αμπντούλ-Κασέμ Φιρντουσί Τουσί.
Μετάφραση Δημήτρη Σκουρτέλη

(Διαβάστε την εισαγωγή εδώ)

Ο Μέγας Αλέξανδρος-Σικαντέρ.
Εικονογράφιση του Σαχ-Ναμέ

Ο Φαίλακος (=Φίλιππος) πριν πεθάνει έβαλε το στέμμα της εξουσίας στο κεφάλι του Σικαντέρ (=Αλέξανδρος) και διόρισε τον Αρίστου, (=Αριστοτέλης) που ήταν μαθητής του μεγάλου Αφλατούν, (=Πλάτωνας) σαν βεζίρη του. Του επέστησε την προσοχή, να ακολουθεί την οδό της αρετής και της δικαιοσύνης, και να βγάλει από την καρδιά του κάθε αίσθημα ματαιοδοξίας και υπερηφάνειας. Πάνω απ' όλα τον ικέτευσε να είναι δίκαιος και επιεικής, λέγοντας:

“Μην σκεφτείς πως είσαι
σοφός. Αμαθής είσαι.
Και πάντα να ακούς τις συμβουλές.
Δεν είμαστε παρά σκόνη, δημιουργημένοι από σκόνη.
Και στις ζωές μας είμαστε αβοήθητοι και γεμάτοι θλίψεις.”

Ο Σικαντέρ για ένα διάστημα ακολούθησε πιστά τις εντολές του πατέρα του και τις συμβουλές του Αρίστου, τόσο στα ιδιωτικά, όσο και τα δημόσια ζητήματα.
Με το που ανέβηκε στον θρόνο, ο Δαρά (=Δαρείος) του έστειλε απεσταλμένο ζητώντας τον συνηθισμένο φόρο, αλλά πήρε ετούτη την απάντηση: “Πέρασε ο καιρός που οι Ρουμ (=Έλληνες, Ρωμιοί) αναγνώριζαν την ανωτερότητα της Περσίας. Τώρα είναι η σειρά σας να πληρώσετε φόρο υποτέλειας στους Ρουμ. Αν αυτό το αίτημά μου απορριφθεί, θα εισβάλλω αμέσως στην επικράτειά σου. Και δεν πιστεύω πως θα μείνω ευχαριστημένος από την Περσία μόνο, αλλά όλος ο κόσμος θα γίνει δικός μου. Συνεπώς, ετοιμάσου για πόλεμο.”
Ο Δαρά δεν είχε άλλη επιλογή, ούτε καν το να υποταχθεί. Έτσι μάζεψε τον στρατό του, γιατί ο Σικαντέρ ήδη βάδιζε εναντίον του.
Στα σύνορα της Περσίας οι δυο στρατοί ήρθαν σε οπτική επαφή και ο Σικαντέρ, μεταμφιεσμένος σε αγγελιαφόρο, είχε αποφασίσει να εκτιμήσει την ακριβή κατάσταση του εχθρού. Με αυτά στο νου, μπήκε στο περσικό στρατόπεδο και ο Δαρά, άφησε αυτόν που νόμιζε για πρεσβευτή να πλησιάσει και τον ρώτησε τι μήνυμα του έστελνε ο βασιλιάς των Ρουμ.
Άκου με” είπε ο δήθεν απεσταλμένος. “Ο Σικαντέρ δεν εισέβαλε στο βασίλειό σου μόνο και μόνο για να πολεμήσει, αλλά για να γνωρίσει την ιστορία του, τους νόμους και τα έθιμά του, με προσωπική του εμπειρία. Σκοπός του είναι να ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο. Ποιος ο λόγος λοιπόν να σου κάνει πόλεμο; Παραχώρησέ του ασφαλή διάβαση από το βασίλειό σου και δεν θέλει τίποτα άλλο. Αν όμως θες να προχωρήσεις σε εχθροπραξίες, να ξέρεις πως δεν υπολογίζει καθόλου το μεγαλείο της δύναμής σου.”
Ο Δαρά εντυπωσιάστηκε με την μεγαλοπρέπεια και την ευγένεια του απεσταλμένου, γιατί δεν είχε ξαναδεί όμοιό του, και είπε με έντονο τρόπο:

Ο ποιητής Φιρντουσί

"Το όνομά σου ποιο, και ποια η γενιά σου;
Γιατί αυτό το έντονο μέτωπο, το άφοβο μάτι
μαρτυράνε λαμπρή γενιά. Και πράγματι
Σικαντέρ, γιατί αυτός νομίζω πως είσαι,
με τέτοια ευφράδεια και έκφραση ευγενική;
Όχι” είπε ο απεσταλμένος, “δεν είναι αυτή η θέση μου.
Ο Σικαντέρ έχει στον πολυάριθμο στρατό του
χιλιάδες ανώτερους από μένα, τον ταπεινό σκλάβο
που στέκεται μπροστά σου. Για μένα δεν είναι
να παίρνω τις εκφράσεις των βασιλέων,
να πιθηκίζω τους τρόπους τους και την υψηλή θέση τους.”

Ο Δαρά δεν μπορούσε να κρατήσει το χαμόγελό του και παράγγειλε να φέρουν αναψυκτικά και κρασί. Γέμισε ένα κύπελλο και το έδωσε στον απεσταλμένο, που το ήπιε, αλλά δεν το έδωσε άδειο στον οινοχόο όπως ήταν το συνήθειο. Αυτός ζήτησε το κύπελλο και ο Δαρά ρώτησε τον απεσταλμένο γιατί δεν το δίνει πίσω. “Είναι έθιμο της χώρας μου” είπε αυτός “όταν δίνουμε ένα κύπελλο στα χέρια πρεσβευτή, να μην το δίνει πίσω.” Ο Δαρά διασκέδασε πολύ με αυτήν την εξήγηση και του παρουσίασε κι άλλο κύπελλο, συνολικά τέσσερα, που συστηματικά ο απεσταλμένος τα οικειοποιήθηκε με τον ίδιο τρόπο. Το βράδυ, δόθηκε συμπόσιο και ο Σικαντέρ αρνήθηκε όλα τα αναψυκτικά που του πρόσφεραν. Αλλά στη μέση της γιορτής κάποιος από τους συνδαιτυμόνες τον αναγνώρισε και αμέσως ψιθύρισε στον Δαρά πως ο εχθρός του ήταν στο έλεός του.

Το οξύ και προσεκτικό μάτι του Σικαντέρ είδε αμέσως
την σκηνή να αλλάζει, και πήδηξε στα πόδια του, όχι όμως πριν
βουτήξει τα τέσσερα κύπελλα. Και ορμώντας έξω από την τέντα
σάλταρε πάνω στ' άλογό του και κάλπασε μακριά.
Τόσο γρήγορα τα 'καμ΄ αυτά, που έκθαμβη
σηκώθηκε η ομήγυρις, και αμέσως μια ίλη
διατάχθηκε να τον καταδιώξει, αλλά η νύχτα η μαύρη
τους εμπόδισε την έρευνα, και σταμάτησε την γρήγορή τους όρεξη.



Μόλις έφτασε στο στρατό του, κάλεσε τον Αριστατάλη (=Αριστοτέλης; παραπάνω τον λέει αλλιώς. Ο Αριστοτέλης δεν συνόδευε τον Αλέξανδρο αλλά είχε στείλει μαζί του τον ανιψιό του, τον ιστορικό Καλλισθένη)  και τους αυλικούς του, και καμαρώνοντας τους έδειξε τα τέσσερα κύπελλα. “Ετούτα”  είπε “τα πήρα από τον εχθρό μου, τα πήρα από το τραπέζι του πάνω, και μπροστά στα μάτια του. Εκτίμησα και την δύναμη και τους αριθμούς τους, και είμαι βέβαιος για την επιτυχία μου.”
Δεν χάθηκε πια άλλος χρόνος στις ετοιμασίες της μάχης. Οι στρατοί συγκρούστηκαν και πολέμησαν εφτά μέρες χωρίς να δοθεί αποφασιστικό χτύπημα. Την όγδοη μέρα ο Δαρά υποχρεώθηκε να το σκάσει και οι λεγεώνες του, νικημένες και ταλαιπωρημένες, καταδιώχθηκαν από τους Ρούμιδες με μεγάλη σφαγή ως τις όχθες του Ευφράτη. Τότε ο Σικαντέρ γύρισε πίσω για να καταλάβει την πρωτεύουσα. Στο μεταξύ ο Δαρά  συγκέντρωσε τις σκορπισμένες δυνάμεις του και δοκίμασε ξανά την τύχη του, αλλά νικήθηκε και πάλι.
Μετά από την δεύτερη επιτυχία του ο κατακτητής αφιερώθηκε τόσο πολύ στο να συμφιλιωθεί με τον λαό και να κερδίσει την συμπάθειά του, που σύντομα όλοι ξέχασαν τον παλιό βασιλιά και τα δικαιώματά του. Ο Σικαντέρ  τους είπε: “Αληθινά, η Περσία είναι κληρονομιά μου. Δεν είμαι ξένος, γιατί κατάγομαι από τον Δαράμπ. (ο πατέρας του Δαρά)  Συνεπώς πρέπει να εμπιστεύεστε με ασφάλεια την δικαιοσύνη και την πατρική μου φροντίδα σε ό, τι σχετίζεται με την ευημερία σας.” Το αποτέλεσμα ήταν πως λεγεώνα μετά από λεγεώνα, ενώνονταν με τους στόχους του και ενίσχυε την δύναμή του.
Όταν ο Δαρά  πληροφορήθηκε για την ολοκληρωτική αυτομόληση του στρατού του, είπε στους λίγους φίλους του που ήταν προσωπικά αφιερωμένοι σε αυτόν: “Αλί μου! Οι υπήκοοί μου εξαπατήθηκαν από την μαστορική παραπλάνηση και τα προσόντα του Σικαντέρ. Ακολουθεί στη σειρά των ατυχιών σας, η αιχμαλωσία των γυναικών και των παιδιών σας. Ναι, τα γυναικόπαιδά σας θα γίνουν σκλάβοι των κατακτητών.” Λίγα στρατεύματα, που είχαν παραμείνει πιστά στον άτυχο βασιλιά προσφέρθηκαν να κάνουν άλλη μια προσπάθεια εναντίον του εχθρού, και ο Δαρά ήταν πολύ ευγνώμων και πολύ γενναίος για να απογοητεύσει την ενθουσιώδη τους πίστη , αν και με τόσες μικρές πιθανότητες επιτυχίας. Ένα τμήμα του στρατού λοιπόν έδωσε μάχη, και το αποτέλεσμα ήταν το αναμενόμενο. Ο Δαρά έγινε άλλη μια φορά φυγάς και ξέφυγε με τριακόσιους άντρες στη γειτονική έρημο. Ο Σικαντέρ αιχμαλώτισε την γυναίκα και την οικογένειά του, αλλά μεγαλόψυχα τους επέστρεψε στον άτυχο μονάρχη, ο οποίος, τώρα ζήταγε ένα καταφύγιο μέσα στις περιοχές του, με αντάλλαγμα τους θαμμένους θησαυρούς των προγόνων του. Ο Σικαντέρ,  σαν απάντηση, τον κάλεσε μπροστά του. Του υποσχέθηκε να του επιστρέψει τον θρόνο, για να μπορέσει να συνεχίσει τις κατακτήσεις του. Αλλά ο Δαρά  αρνήθηκε να πάει, αν και οι άρχοντες τον συμβούλευσαν να δεχτεί την πρόσκληση. “Προτιμώ να σκοτωθώ” είπε με συγκίνηση, “από το να εξευτελιστώ έτσι. Δεν μπορώ να παρουσιαστώ μπροστά του, αναγνωρίζοντας έτσι την εξουσία του επάνω μου.” Έχοντας αποφασίσει γι αυτό, έγραψε στον Φαούρ,  (Πώρο) έναν από τους βασιλιάδες των Ίντ,  (Ινδίες) για να ζητήσει την βοήθειά του. Ο Φαούρ  συνέστησε να τον επισκεφθεί, για να αποφασίσουν για την αντίδρασή τους. Η αλληλογραφία τους έγινε γνωστή στον Σικαντέρ, και αυτός φρόντισε να σταματήσουν τον εχθρό του, όποιο δρόμο και να έπαιρνε.
Ο Δαρά είχε δυο υπουργούς, (βεζίριδες) ονομαζόμενους Μαχιγιάρ και Τζαμουσιπάρ, που αφού ανακάλυψαν πως σύμφωνα με τις προβλέψεις των αστρολόγων ο άρχοντάς τους θα ΄πεφτε στα χέρια του Σικαντέρ μέσα σε λίγες μέρες, συσκέφθηκαν μαζί και σκέφτηκαν να τον σκοτώσουν μόνοι τους, για να κερδίσουν την εύνοια του Σικαντέρ. 'Ηταν  νύχτα, οι στρατιώτες της συνοδείας ήταν διασκορπισμένοι σε διάφορες αποστάσεις, ενώ οι βεζίριδες είχαν εγκατασταθεί στα πλευρά του βασιλιά. Όπως ταξίδευαν, ο Τζαμουσιπάρ  βρήκε την ευκαιρία να χώσει το μαχαίρι του στα πλευρά του Δαρά και ο Μαχιγιάρ του έδωσε άλλο ένα χτύπημα, που έριξε κάτω τον μονάρχη. Αμέσως έστειλαν τα νέα στον Σικαντέρ που πήγε αμέσως εκεί, και το ξημέρωμα του φανέρωσε στα μάτια την θέα του πληγωμένου βασιλιά.

Γρήγορα πέζεψε, και με θλίψη έβαλε
το κεφάλι του Δαρά  στην αγκάλη του και έκλαψε
με πικραμένη την καρδιά, να βλέπει την μορφή του
κατακρεουργημένη από φριχτές πληγές.

Ο Σικαντέρ μπροστά στα μαντικά δέντρα

Ο Δαρά ακόμα ανάσαινε. Και όταν σήκωσε τα μάτια και είδε τον Σικαντέρ, αναστέναξε βαθιά. Ο Σικαντέρ είπε: “Σήκω, για να σε πάμε σε ασφαλές μέρος και να περιποιηθούμε σωστά τις πληγές σου.” -”Αλίμονο!” απάντησε ο Δαράς. “Ο καιρός των γιατρειών πέρασε. Σας αφήνω για τον ουρανό, και εύχομαι η βασιλεία σου να δώσει ειρήνη και ευτυχία στην Αυτοκρατορία.” -”Ποτέ” είπε ο Σικαντέρ,  “ποτέ δεν επιθύμησα να σε δω έτσι σφαγμένο κάτω, ποτέ να γίνω μάρτυρας αυτού του θεάματος! Αν ο Μεγαλοδύναμος σου χαρίσει την ζωή, θα είσαι πάλι ο μονάρχης της Περσίας και εγώ θα φύγω από δω. Η μάνα μου είπε πως εσύ και εγώ είμαστε γιοι του ίδιου πατέρα. Αυτή η αδελφική αγάπη μου σπαράζει την καρδιά.” Λέγοντας αυτά, τα δάκρυα κύλησαν το ένα πίσω από το άλλο στα μάγουλά του τόσο άφθονα, που έσταξαν στο πρόσωπο του Δαρά.  Και είπε πάλι: “Οι φονιάδες σου θα βρουν την εκδίκηση που τους αξίζει, και θα τιμωρηθούν όσο παίρνει.” Ο Δαρά τον ευλόγησε και είπε: “Το τέλος μου έρχεται, αλλά τα γλυκά σου λόγια και η ευγενική παρηγοριά σου έδιωξαν την θλίψη μου. Θα πεθάνω με ήσυχες τις σκέψεις μου. Μην κλαις άλλο:

Ο δρόμος μου τελείωσε, ο δικός σου ούτε καν άρχισε σχεδόν
Αλλά άκουσε την τελευταία μου επιθυμία, το τελευταίο μου αίτημα:
Διαφύλαξε την τιμή της οικογένειάς μου
σώσε την από την ατίμωση. Μια κόρη έχω
πιο ακριβή απ την ζωή μου είναι, την λένε Ροσούνγκ  (Ρωξάνη)
Παντρέψου την, σε ικετεύω, και αν ο Ουρανός
σε ευλογήσει με ένα αγόρι, αχ, βγάλε το
Ισφαντιγιάρ, ώστε να διαδώσει
με ζήλο τις ιερές θεωρίες του Ζερντούσχτ (Ζαρατούστρα)
την Ζενταβέστα.  Τότε η ψυχή μου
θα είναι ευτυχισμένη στον ουρανό. Αυτός, στην άνοδο του Ναου-ρούζ
θα  κάνει την γιορτή που αγαπώ
και θα ανάψει στον βωμό την ιερή φωτιά.
Και δεν θα σταματήσει το έργο του μέχρι η πίστη
του Λοχουράσπ  γίνει αποδεκτή παντού
και παντού πιστέψουν στην θρησκεία την αληθινή.”

Ο Σικαντέρ υποσχέθηκε πως σίγουρα θα εκπληρώσει τις επιθυμίες που έκφρασε, και μετά ο Δαρά ακούμπησε την παλάμη του χεριού του αδελφού του στο στόμα του, και σε λίγο ξεψύχησε. Και πάλι ο Σικαντέρ έκλαψε πικρά. Μετά το πτώμα τοποθετήθηκε σε χρυσό ανάκλιντρο, και το ξόδιασε με θλίψη μέχρι τον τάφο. Μετά την ταφή του Δαρά,  πήγαν τους δυο βεζίριδες, τον Τζαμουσιπάρ και τον Μαχιγιάρ, κοντά στον τάφο και τους εκτέλεσαν πάνω στην ταφόπλακα.

Δίκαιη εκδίκηση στο ένοχο κεφάλι
γιατί έχυσαν το αίμα του γενναιόδωρου μονάρχη τους.

Ο Σικαντέρ με τους αυλικούς του.

Τώρα ο Σικαντέρ  δεν είχε διεκδικητή για τον θρόνο της Περσίας, και άρχισε την βασιλεία του με τις καλύτερες προϋποθέσεις. Κράτησε όλα τα έθιμα και τις διατάξεις που βρήκε και άφησε τους πάντες στην θέση και τα καθήκοντά τους. Χαιρόταν η καρδιά σου με την δικαιοσύνη και τον φιλελευθερισμό του. Έχοντας στο νου του την υπόσχεση που έδωσε στον Δαρά, έγραψε στη μάνα της Ροσούνγκ,  και αφού της κοινοποίησε τις τελευταίες εντολές του βασιλιά, της ζήτησε να του στείλει την Ροσούνγκ για να εκπληρώσει την τελευταία επιθυμία του αδελφού του. Η γυναίκα του Δαρά αμέσως συμμορφώθηκε με την διαταγή του και έστειλε την κόρη μαζί με πολλά δώρα στον Σικαντέρ. Με το που έφτασε, παντρεύτηκε με τον κατακτητή της σύμφωνα με τα έθιμα και τους νόμους της αυτοκρατορίας. Ο Σικαντέρ την  αγάπησε υπερβολικά και για χάρη της παρέμεινε για λίγο χρόνο στην Περσία, αλλά τελικά αποφάσισε να προχωρήσει στην Ινδία και να κατακτήσει αυτήν την χώρα των μάγων και μαγισσών.




Πλησιάζοντας στην Ινδία, έγραψε στον Καΐντ καλώντας τον να παραδώσει το βασίλειό του, και πήρε την ακόλουθη απάντηση:
Σίγουρα θα υποταχθώ  στην εξουσία σου, αλλά έχω τέσσερα πράγματα που κανείς άλλος δεν έχει και δεν μπορώ να παραδώσω. Μια κόρη όμορφη σαν άγγελο του Παραδείσου, έναν σοφό Βεζίρη, έναν επιδέξιο γιατρό, και ένα κύπελλο ανεκτίμητο.”
Παίρνοντας αυτήν την ασυνήθιστη απάντηση, ο Σικαντέρ του έστειλε πάλι γράμμα, όπου απαιτούσε όλα αυτά τα πράγματα άμεσα. Ο Καΐντ δεν τόλμησε να αρνηθεί ή να κάνει κάποια απόπειρα αποφυγής, και απρόθυμα υποτάχθηκε στην απαίτηση. Ο Σικαντέρ δέχτηκε τον Βεζίρη και τον γιατρό με μεγάλη ευγένεια και φροντίδα, και το βράδυ έκανε μεγάλη γιορτή, όπου παντρεύτηκε την όμορφη κόρη του Καΐντ, και παίρνοντας το κύπελλο από τα χέρια της, ήπιε όλο το κρασί που είχε μέσα. Μετά από αυτά, ο ίδιος ο Καΐντ τον υποδέχτηκε, και αναγνώρισε προσωπικά την εξουσία και την επικυριαρχία του.
Μετά, ο Σικαντέρ προχώρησε και ζήτησε την συμμαχία και την υποταγή του Φαούρ, (Πώρου) βασιλιά του Κανούζ,  και του έγραψε να υποταχθεί στην δυναμή του. Αλλά ο Φαούρ του απάντησε έντονα, λέγοντας:

Ο Καΐντ Ιντί είναι δειλός και σε υπάκουσε
αλλά εγώ είμαι ο Φαούρ, απόγονος μια ράτσας
ασύγκριτων πολεμιστών. Και θες να υποταχθώ
τώρα, και μάλιστα σε έναν Έλληνα!”

Ο Σικαντέρ τσαντίστηκε πολύ με αυτήν την ιταμή απάντηση. Η δύναμη που είχε μαζί του, έφτανε τώρα τις ογδόντα χιλιάδες. Τριάντα χιλιάδες Ιρανοί, σαράντα χιλιάδες Ρούμιδες και δέκα χιλιάδες Ινδοί. Ο Φαούρ είχε εξήντα χιλιάδες ιππείς και δυο χιλιάδες ελέφαντες. Τα στρατεύματα του Σικαντέρ είχαν τρομοκρατηθεί στην θέα τόσο πολλών ελεφάντων, που έδιναν στον εχθρό ένα τόσο τρομερό πλεονέκτημα.


Ο Ριζά Αμπασί
Εικονογράφος του Σαχ-Ναμέ

Ο Αριστατάλης και μερικοί άλλοι έξυπνοι σύμβουλοι καλέστηκαν να συνεδριάσουν για να βρουν ένα μέσο ν αντιμετωπίσουν την δύναμη των πολεμικών ελεφάντων. Πρότειναν την κατασκευή ενός σιδερένιου αλόγου και ενός καβαλάρη, επίσης σιδερένιου, που θα τοποθετηθούν πάνω σε τροχούς σαν αμάξι, και θα σέρνονται από μερικά άλογα. Ένας στρατιώτης, ντυμένος με σιδερένια πανοπλία, θα ακολουθούσε το όχημα, με τα χέρια και το πρόσωπο σκεπασμένα με εύφλεκτα υλικά (μάλλον το αντίθετο εννοεί σημ. του μτφρ.) και κρατώντας ένα μακρύ κοντάρι, σε συγκεκριμένη στιγμή θα τρύπαγε την κοιλιά του αλόγου και του καβαλάρη, που θα ήταν ήδη παραγεμισμένες με εύφλεκτα υλικά. Όταν η αναμμένη μύτη του κονταριού έρχονταν σε επαφή με αυτά, όλη η συσκευή θα έκανε μια τρομερή έκρηξη και θα τιναζόταν στον αέρα. Ο Σικάντερ ενέκρινε το σχέδιο και μάζεψε όλους τους σιδεράδες και τους τεχνίτες της χώρας, να φτιάξουν χίλιες μηχανές σαν αυτήν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Μόλις κατασκευάστηκαν, ετοιμάστηκε να δράσει.
Ο Φαούρ επίσης προωθήθηκε, με τους δυο χιλιάδες ελέφαντες σε προφυλακή. Αλλά όταν οι Κανουζιανοί είδαν αυτήν την εντυπωσιακή παράταξη, εντυπωσιάστηκαν, και ο Φαούρ, με αγωνία ρώτησε τους σπιούνους του τι μπορούσε να είναι. Αφού του είπαν πως είναι το πυροβολικό του Σικαντέρ,  τα στρατεύματά του έσπρωξαν μπροστά τους ελέφαντες εναντίον του εχθρού με δύναμη, και την ίδια στιγμή μπήκε η φωτιά από τους Ρούμιδες, και τα μηχανήματα έσκασαν, πολλοί ελέφαντες κάηκαν και ψόφησαν, και οι υπόλοιποι, μαζί με τον στρατό, το έσκασαν, ζαλισμένοι. Τότε ο Σικαντέρ αντιμετώπισε τον Φαούν,  και μετά από σκληρή μονομαχία, τον σκότωσε, και έγινε ηγεμόνας του βασιλείου του Κανούζ.
Μετά την κατάκτηση του Κανούζ ο Σικαντέρ πήγε στη Μέκκα, κουβαλώντας εκεί πλούσια δώρα και προσφορές. Από εκεί πήγε σε άλλη πόλη, όπου έγινε δεκτός με μεγάλες τιμές από τους προύχοντες. Τους ρώτησε αν υπήρχε κάτι θαυμαστό ή αξιοπερίεργο στη χώρα τους που θα μπορούσε να πάει να το δει. Απάντησαν πως υπήρχαν δυο δέντρα στο βασίλειο, ένα αρσενικό και ένα θηλυκό, που έβγαζαν μια φωνή. Το αρσενικό μίλαγε τη μέρα και το θηλυκό τη νύχτα, και όποιος είχε μια ευχή, πήγαινε εκεί για να του ικανοποιηθούν οι επιθυμίες του.
Αμέσως ο Σικαντέρ  βρήκε το μέρος, και πλησιάζοντάς το, έλπιζε μέσα στην καρδιά του, πως του έμενε ένα μεγάλο μέρος της ζωής του για να απολαύσει ακόμα. Όταν έφτασε κάτω από το δέντρο, βγήκε ένας τρομερός θόρυβος και αντήχησε στ αυτιά του. Ρώτησε τον κόσμο που ήταν εκεί την σημασία του. Ο ιερέας του μέρους είπε πως εννοούσε πως του έμεναν δεκατέσσερα χρόνια ζωής. Ο Σικαντέρ ακούγοντας την ερμηνεία του προφητικού ήχου, έκλαψε, και καυτά δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά του. Και πάλι ρώτησε: Θα γυρίσω στο Ρουμ πριν πεθάνω, να δω την μητέρα μου και τα παιδιά μου; Και η απάντηση ήταν: “Εδώ θα πεθάνεις, στο Κασάν.”

Ούτε μάνα, ούτε οικογένεια στην πατρίδα
δεν θα δεις ξανά, γιατί θα πεθάνεις
κλείνοντας την διαδρομή της δόξας στο Κασάν”

Ο Σικαντέρ έφυγε από εκεί θλιμμένος, και συνέχισε τον δρόμο του προς το Ρουμ. Προχωρώντας έφτασε σε άλλη πόλη, όπου οι κάτοικοι του έκαναν την πιο μεγαλοπρεπή υποδοχή, υπογραμμίζοντας όμως, πως ταλαιπωρούνταν φριχτά από τη παρουσία δυο γιγάντων ή δαιμόνων, που συνεχώς τους έκαναν νυχτερινές επιθέσεις, τρώγοντας ανθρώπους, κατσίκες και ότι έβρισκαν μπροστά τους. Ο Σικαντέρ ρώτησε πως τους λέγανε: Απάντησαν, Γιαζούζ και Μαζούζ (Γωγ και Μαγώγ, αναφέρονται και στην Παλαιά Διαθήκη ως λαοί που θα στείλει ο Κύριος για να καταστρέψουν τους αμαρτωλούς. Πολλοί τους ταύτισαν με τους Μογγόλους) Αμέσως διάταξε να υψωθεί ένα φράγμα, πεντακόσια μέτρα ψηλό και πεντακόσια μέτρα φαρδύ, και όταν τελείωσε, έφυγε από εκεί. Οι γίγαντες, παρά τις προσπάθειές τους, δεν μπόρεσαν να σκαρφαλώσουν στο φράγμα, και έτσι οι κάτοικοι μπόρεσαν να ασχοληθούν με τις δουλειές τους χωρίς να φοβούνται κακοποίηση.




Σε σκηνές τόλμης ευγενικής ακόμη έστρεφε
το δυνατό του πνεύμα - γιατί φόβο δεν ήξερε.
Ακόμα οδηγούσε τις λεγεώνες του, και έφτασε
σε μέρος περίεργο, όπου είδε αμέτρητους ανθρώπους
με το βλέμμα του να θαυμάζει, αμέτρητους κατοίκους
να γεμίζουν τους δρόμους της πόλης και τις γειτονικές πεδιάδες
και πιο πέρα είδε ψηλό βουνό να φτάνει τ΄ άστρα.
Και προχωρώντας, βρήκε μπρος στα πόδια του
δράκο φύλακα, τρομερό στην όψη
έτοιμο να λιώσει το θύμα του στα ανοιχτά του σαγόνια.
Αλλά ατάραχος, ο Σικαντέρ τον κοίταζε
με μάτι σταθερό, που δεν καταδέχτηκε να γυρίσει στο πλάι
πήδηξε μπρος και σκότωσε το τέρας με τη μία.
Σκαρφαλώνοντας το βουνό, πλαγιά με πλαγιά,
σταματώντας κάθε τόσο για ξεκούραση, έφτασε στην κορφή.
Εκεί του εμφανίστηκε το νεκρό σώμα ενός αρχαίου αγίου
Τυλιγμένο στα σάβανά του, όπου ήταν χωμένα πολύτιμα πετράδια.
Με το χρυσάφι και τα πετράδια να 'στράφτουν ένα γύρω,
έμοιαζαν να δείχνουν τι είναι ο άνθρωπος, ο θνητός άνθρωπος!
Πλούτος, λόγια υπερφίαλα, τα μπιχλιμπίδια της φιλοδοξίας,
όλα μένουν πίσω, και ο άνθρωπος είναι μόνο ένας σωρός σκόνη.
Κανείς ποτέ δεν ανέβηκε σε κείνη την κορφή
ψάχνοντας για γνώση. Και έλπιζε ο Σικαντέρ
φτάνοντας στην συννεφιασμένη οροφή του
να δει οράματα του μέλλοντος
να βγαίνουν από αυτόν τον νεκρό άγιο.
Σύντομα άκουσε μια φωνή: “Φτάνει η ώρα σου!
Αλλά η σταδιοδρομία σου θα μπορούσε ακόμα να ξετυλιχτεί στη γη.
Δικιά σου θα ήταν η κατάκτηση πολλών εθνών
Θα κέρδιζες πολλά στέμματα. Θα είχες πολλούς φίλους
και πάμπολλους εχθρούς, και το αποφασισμένο κεφάλι σου
θα υψώνονταν μέχρι και στους ουρανούς ακόμη.
Πασίγνωστος και ένδοξος θα ήσουν. Το όνομά σου
αθάνατο. Αλλά, αλίμονο! Έρχεται η ώρα σου!”
Με αυτά τα προφητικά λόγια ο Σικαντέρ έκλαψε
και κατέβηκε γρήγορα από το τρομερό βουνό.

Μετά από αυτά, ο Σικαντέρ ταξίδεψε ως την πόλη του Κασάν, όπου έπεσε άρρωστος, και σε μερικές μέρες, όπως το είπαν ο μάντης και η προφητεία, πέθανε. Μόλις είχε αφήσει την τελευταία του πνοή όταν ο Αρίστου και ο Μπιλνιγιάς ο γιατρός και η οικογένειά του, μπήκαν στο Κασάν και τον βρήκαν νεκρό. Χτυπούσαν τα πρόσωπά τους και ξερίζωναν τα μαλλιά τους και τον πένθησαν για σαράντα μέρες.

Τέλος








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου